balade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
balade balades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balade (fr) θηλυκό

  1. η βόλτα, ο περίπατος, το σουλάτσο
    une balade à vélo - μια βόλτα με το ποδήλατο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]