balalaïka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
balalaïka balalaïkas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balalaïka (fr) θηλυκό