balance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balance | balances |
balance (en)
- η ισορροπία
He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
- Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
- (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση χρημάτων από ένα σύνολο
I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
- Θέλω να δω το λογιστικό και διαθέσιμο υπόλοιπο όλων των συνδεδεμένων λογαριασμών.
Your account shows a credit balance of…
- Ο λογαριασμός σας εμφανίζει πιστωτικό υπόλοιπο…
The balance of your account stands at 100 euros.
- Το υπόλοιπο του λογαριασμού σας είναι 100 ευρώ.
- (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, ένα χρηματικό ποσό που οφείλεται μετά από κάποια πληρωμή
balance due - χρεωστικό υπόλοιπο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | balance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | balances |
αόριστος | balanced |
παθητική μετοχή | balanced |
ενεργητική μετοχή | balancing |
balance (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ισορροπώ, είμαι σε κατάσταση ισορροπίας
The tightrope walker is balancing on a tight rope.
- Ο σχοινοβάτης ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί.
How long can you balance on one leg?
- Για πόση ώρα μπορείς να ισορροπήσεις σε ένα πόδι;
She balanced the cup on her knee.
- Ισορρόπησε το φλιτζάνι στο γόνατό της.
Her laptop was precariously balanced on top of a pile of books.
- Ο φορητός υπολογιστής της ήταν επισφαλώς ισορροπημένος πάνω σε μια στοίβα βιβλία.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ισορροπώ, κάνω δυο πράγματα να συνυπάρχουν έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο
The film balances satire with drama.
- Η ταινία ισορροπεί τη σάτιρα με το δράμα.
Greece tries to balance between modernization and tradition.
- Η Ελλάδα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την παράδοση.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ισορροπώ, εξισορροπώ, αντισταθμίζω, γίνομαι ίσος σε αξία, ποσό κτλ. με κάτι άλλο που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα
I balanced the expenses out with the income.
- Ισορρόπησα τα έξοδα με τα έσοδα.
We balance (out) the scale by placing proportional weights.
- Εξισορροπούμε το ζυγό βάζοντας τα ανάλογα σταθμά.
When deaths in a country are not balanced (out) by births, its population declines.
- Όταν σε μια χώρα οι θάνατοι δεν εξισορροπούνται από τις γεννήσεις, ο πληθυσμός της μειώνεται.
The profits on shoes will balance out the loss on bags.
- Τα κέρδη από τα παπούτσια θ' αντισταθμίσουν τη ζημία από τις τσάντες.
- ≈ συνώνυμα: offset
- (μεταβατικό) ισοσκελίζω, διαχειρίζομαι τα οικονομικά έτσι ώστε τα χρήματα που δαπανώνται να είναι ίσα με τα χρήματα που εισπράττονται
Many families struggle to balance the household budget.
- Πολλές οικογένειες αγωνίζονται να ισοσκελίσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Πηγές
[επεξεργασία]- balance (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- balance (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 920. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόλοιπο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- balance < δημώδης λατινική bilancia < bis, δις + lanx, δίσκος (ζυγαριάς)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]balance (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Οικείοι όροι (γαλλικά)