Μετάβαση στο περιεχόμενο

balance

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
balance balances

balance (en)

  1. η ισορροπία
    παράδειγμα  He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
    Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
  2. (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση χρημάτων από ένα σύνολο
    παράδειγμα  I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
    Θέλω να δω το λογιστικό και διαθέσιμο υπόλοιπο όλων των συνδεδεμένων λογαριασμών.
    παράδειγμα  Your account shows a credit balance of…
    Ο λογαριασμός σας εμφανίζει πιστωτικό υπόλοιπο
    παράδειγμα  The balance of your account stands at 100 euros.
    Το υπόλοιπο του λογαριασμού σας είναι 100 ευρώ.
  3. (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, ένα χρηματικό ποσό που οφείλεται μετά από κάποια πληρωμή
    παράδειγμα  balance due - χρεωστικό υπόλοιπο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας balance
γ΄ ενικό ενεστώτα balances
αόριστος balanced
παθητική μετοχή balanced
ενεργητική μετοχή balancing

balance (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισορροπώ, είμαι σε κατάσταση ισορροπίας
    παράδειγμα  The tightrope walker is balancing on a tight rope.
    Ο σχοινοβάτης ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί.
    παράδειγμα  How long can you balance on one leg?
    Για πόση ώρα μπορείς να ισορροπήσεις σε ένα πόδι;
    παράδειγμα  She balanced the cup on her knee.
    Ισορρόπησε το φλιτζάνι στο γόνατό της.
    παράδειγμα  Her laptop was precariously balanced on top of a pile of books.
    Ο φορητός υπολογιστής της ήταν επισφαλώς ισορροπημένος πάνω σε μια στοίβα βιβλία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισορροπώ, κάνω δυο πράγματα να συνυπάρχουν έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο
    παράδειγμα  The film balances satire with drama.
    Η ταινία ισορροπεί τη σάτιρα με το δράμα.
    παράδειγμα  Greece tries to balance between modernization and tradition.
    Η Ελλάδα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την παράδοση.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισορροπώ, εξισορροπώ, αντισταθμίζω, γίνομαι ίσος σε αξία, ποσό κτλ. με κάτι άλλο που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα
    παράδειγμα  I balanced the expenses out with the income.
    Ισορρόπησα τα έξοδα με τα έσοδα.
    παράδειγμα  We balance (out) the scale by placing proportional weights.
    Εξισορροπούμε το ζυγό βάζοντας τα ανάλογα σταθμά.
    παράδειγμα  When deaths in a country are not balanced (out) by births, its population declines.
    Όταν σε μια χώρα οι θάνατοι δεν εξισορροπούνται από τις γεννήσεις, ο πληθυσμός της μειώνεται.
    παράδειγμα  The profits on shoes will balance out the loss on bags.
    Τα κέρδη από τα παπούτσια θ' αντισταθμίσουν τη ζημία από τις τσάντες.
     συνώνυμα: offset
  4. (μεταβατικό) ισοσκελίζω, διαχειρίζομαι τα οικονομικά έτσι ώστε τα χρήματα που δαπανώνται να είναι ίσα με τα χρήματα που εισπράττονται
    παράδειγμα  Many families struggle to balance the household budget.
    Πολλές οικογένειες αγωνίζονται να ισοσκελίσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
balance < δημώδης λατινική bilancia < bis, δις + lanx, δίσκος (ζυγαριάς)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.lɑ̃s/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balance (fr)

  1. η ζυγαριά, η πλάστιγγα
  2. (οικείο) ο προδότης, ο καταδότης, το καρφί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]