balance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
balance balances

balance (en)

  • η ισορροπία
  • το ισοζύγιο
    The trade balance deficit in June was huge.
    Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο τον Ιούνιο ήταν τεράστιο.
  • το υπόλοιπο
    I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
    Θέλω να δω το λογιστικό και διαθέσιμο υπόλοιπο όλων των συνδεδεμένων λογαριασμών.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας balance
γ΄ ενικό ενεστώτα balances
αόριστος balanced
παθητική μετοχή balanced
ενεργητική μετοχή balancing

balance (en)

  • ισορροπώ
    the rope on which he must balance
    το σχοινί στο οποίο πρέπει να ισορροπήσει



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

balance < δημώδης λατινική bilancia < bis, δις + lanx, δίσκος (ζυγαριάς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.lɑ̃s/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

balance (fr)

  1. η ζυγαριά, η πλάστιγγα
  2. (οικείο) ο προδότης, ο καταδότης, το καρφί

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]