balancier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
balancier | balanciers |
balancier (fr) αρσενικό
- ζυγοστάτης
- μπαλανσιέ (ρολογιού)
- ράβδος ισορροπίας