balcony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balcony | balconies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]balcony (en)
- το μπαλκόνι, επίπεδη προεξοχή του ορόφου ενός κτιρίου που διαθέτει πόρτα με το εσωτερικό
- ↪ The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
- Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.
- ↪ The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
- ο εξώστης, η κατασκευή μέσα σε ένα θέατρο ή κινηματογράφο, η οποία βρίσκεται ψηλότερα από την πλατεία και απέναντι από τη σκηνή ή την οθόνη
- ↪ The theater has two balconies.
- Το θέατρο έχει δύο εξώστες.
- ↪ The theater has two balconies.