balcony

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
balcony balconies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balcony (en)

  1. το μπαλκόνι, επίπεδη προεξοχή του ορόφου ενός κτιρίου που διαθέτει πόρτα με το εσωτερικό
    The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
    Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.
  2. ο εξώστης, η κατασκευή μέσα σε ένα θέατρο ή κινηματογράφο, η οποία βρίσκεται ψηλότερα από την πλατεία και απέναντι από τη σκηνή ή την οθόνη
    The theater has two balconies.
    Το θέατρο έχει δύο εξώστες.