baleto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baleto | baletoj |
αιτιατική | baleton | baletojn |
baleto (eo)
- το μπαλέτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baleto | baletoj |
αιτιατική | baleton | baletojn |
baleto (eo)