balise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- balise < πορτογαλική baliza
- balise < balisier
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
balise | balises |
balise (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
balise | balises |
balise (fr) θηλυκό
- ...