balise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- balise < πορτογαλική baliza
- balise < balisier
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balise | balises |
balise (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balise | balises |
balise (fr) θηλυκό
- ...