baliseur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
baliseur | baliseurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]baliseur (fr) αρσενικό
- αυτός που τοποθετεί σημαδούρες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη balise
ενικός | πληθυντικός |
baliseur | baliseurs |
baliseur (fr) αρσενικό