ballast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ballast (en)
- (ναυτικός όρος) έρμα
- (μεταφορικά) οτιδήποτε σταθεροποιεί το συναίσθημα ή το μυαλό
- χοντρό χαλίκι ή παρόμοιο υλικό που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ένα υπόστρωμα για δρόμους ή σιδηροδρομικές ράγες, όπως και στην κατασκευή σκυροδέματος
- υλικό που συγκρατεί τις μεμβράνες στέγης στη θέση τους
- (μεταφορικά) αυτό που δίνει ή βοηθά στη διατήρηση της ευθύτητας, της σταθερότητας και της ασφάλειας
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ballast | ballasts |
ballast (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) έρμα, σαβούρα πλοίου
- (ναυτικός όρος) δεξαμενή υποβρυχίου που γεμίζει με νερό ή αέρα ώστε να ρυθμίζεται η κατάδυσή του
- τα χαλίκια (έρμα) στις σιδηροδρομικές γραμμές
- (ηλεκτρολογία) εξάρτημα που χρησιμεύει στη μείωση του ηλεκρικού ρεύματος που διατρέχει ένα κύκλωμα