ballo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ballo < αρχαία ελληνική βαλλίζω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bal- (=κουνώ, χορεύω)
Ρήμα[επεξεργασία]
ballo
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (ballo, -, -, ballare)
|