Μετάβαση στο περιεχόμενο

ballo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ballo < αρχαία ελληνική βαλλίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bal- (=κουνώ, χορεύω)

ballo

Συγγενικά

[επεξεργασία]