ballot box
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ballot box | ballot boxes |
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ballot box (en)
- η κάλπη, το κουτί για την εκλογική διαδικασία
- ⮡ The ballot boxes will stay open until sunset.
- Οι κάλπες θα μείνουν ανοιχτές μέχρι τη δύση του ηλίου.
- ⮡ The ballot boxes will stay open until sunset.