balot-aktiveco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

balot-aktiveco < balot- + aktiveco

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική balot-aktiveco balot-aktivecoj
αιτιατική balot-aktivecon balot-aktivecojn

balot-aktiveco (eo)

  • η « κίνηση » για την ψηφοφορία, το ποσοστό των ανθρώπων που πήγαν να ψηφίσουν