baltique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | baltique | baltiques |
| θηλυκό | baltiquee | baltiquees |
Επίθετο
[επεξεργασία]baltique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | baltique | baltiques |
| θηλυκό | baltiquee | baltiquees |
baltique (fr) αρσενικό ή θηλυκό