balustrada
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- balustrada < γαλλική balustrade < balaustrata
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]balustrada (pl) θηλυκό
- το κιγκλίδωμα