balustrada
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- balustrada < γαλλική balustrade < balaustrata
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]balustrada (pl) θηλυκό
- το κιγκλίδωμα
balustrada (pl) θηλυκό