balustrado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- balustrado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balustrado | balustradoj |
αιτιατική | balustradon | balustradojn |
balustrado (eo)
- το κιγκλίδωμα (μπαλκονιού, ράμπας, κλπ.)