bamboozle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- πείθω κάποιον να κάνει κάτι αρνητικό που θέλω, εξαπατώ με τον λόγο, παγιδεύω με λεκτικά τεχνάσματα
- απατώ, παγιδεύω, εκμεταλλεύομαι
- μπερδεύω-αποπροσανατολίζω κάποιον με σύνθετο λόγο χωρίς ουσία