bandage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bandage bandages

bandage (en)

ενεστώτας bandage
γ΄ ενικό ενεστώτα bandages
αόριστος bandaged
παθητική μετοχή bandaged
ενεργητική μετοχή bandaging

bandage (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω