Μετάβαση στο περιεχόμενο

banish

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας banish
γ΄ ενικό ενεστώτα banishes
αόριστος banished
παθητική μετοχή banished
ενεργητική μετοχή banishing

banish (en)

  1. εξορίζω, εκτοπίζω
      Opponents of the dictatorship were imprisoned or banished.
    Οι αντίπαλοι της δικτατορίας φυλακίζονταν ή εξορίζονταν.
      The military government arrested and banished its political opponents.
    Η στρατιωτική κυβέρνηση συνέλαβε και εκτόπισε τους πολιτικούς της αντιπάλους.
     συνώνυμα: exile,  και δείτε τη λέξη prohibit
  2. διώχνω, βγάζω κάτι, ειδικά από το κεφάλι μου
      Banish this idea from your mind.
    Διώξε αυτή την ιδέα από το μυαλό σου.