bankestro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bankestro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankestro | bankestroj |
αιτιατική | bankestron | bankestrojn |
bankestro (eo)
- ο τραπεζίτης, ο διευθυντής μιας τράπεζας