Μετάβαση στο περιεχόμενο

bankrupt

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός bankrupt
συγκριτικός more bankrupt
υπερθετικός most bankrupt

bankrupt (en)

  • χρεοκοπημένος, χρεοκοπώ, είμαι σε κατάσταση χρεοκοπίας
      The company is bankrupt and cannot pay its employees.
    Η εταιρεία είναι χρεοκοπημένη και δεν μπορεί να πληρώσει τους εργαζομένους της.
      After some bad investments, he ended up bankrupt.
    Μετά από κάποιες κακές επενδύσεις, κατέληξε χρεωκοπημένος.
      The businessman was afraid he might go bankrupt after the crisis.
    Ο επιχειρηματίας φοβόταν μήπως χρεοκοπήσει μετά την κρίση.
      Many small businesses went bankrupt during the pandemic.
    Πολλές μικρές επιχειρήσεις χρεοκόπησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
      If they keep spending more than they earn, they will go bankrupt.
    Αν συνεχίσουν να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν, θα χρεοκοπήσουν.
ενεστώτας bankrupt
γ΄ ενικό ενεστώτα bankrupts
αόριστος bankrupted
παθητική μετοχή bankrupted
ενεργητική μετοχή bankrupting

bankrupt (en) (μεταβατικό)

  • χρεοκοπώ, κάνω κάποιον ή κάτι να χρεοκοπήσει
      The company was almost bankrupted by legal costs.
    Η εταιρεία σχεδόν χρεοκόπησε λόγω των νομικών εξόδων
      The legal fees almost bankrupted us.
    Τα νομικά έξοδα σχεδόν μας χρέωκοπησαν.

Σύνθετα

[επεξεργασία]