baobabo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baobabo | baobaboj |
αιτιατική | baobabon | baobabojn |
baobabo (eo)
- το μπαομπάμπ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baobabo | baobaboj |
αιτιατική | baobabon | baobabojn |
baobabo (eo)