barbier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | barbier | barbiers |
θηλυκό | barbière | barbières |
barbier (fr)
- o κουρέας, o μπαρμπέρης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | barbier | barbiers |
θηλυκό | barbière | barbières |
barbier (fr)