barefoot
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]barefoot (en) (χωρίς παραθετικά)
- ξυπόλυτος
- ⮡ The children are hungry and barefoot.
- Τα παιδιά είναι πεινασμένα και ξυπόλυτα.
- ⮡ The children are hungry and barefoot.
Επίρρημα
[επεξεργασία]barefoot (en) (χωρίς παραθετικά)
- ξυπόλυτος
- ⮡ Don’t walk around barefoot, you will get cold!
- Μην περπατάς ξυπόλυτος, θα κρυώσεις!
- ⮡ Don’t walk around barefoot, you will get cold!