Μετάβαση στο περιεχόμενο

barefoot

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
barefoot < bare + foot

Επίθετο

[επεξεργασία]

barefoot (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ξυπόλυτος
      The children are hungry and barefoot.
    Τα παιδιά είναι πεινασμένα και ξυπόλυτα.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

barefoot (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ξυπόλυτος
      Don’t walk around barefoot, you will get cold!
    Μην περπατάς ξυπόλυτος, θα κρυώσεις!