barre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
barre | barres |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- barre < μέση γαλλική barre < παλαιά γαλλική barre < λατινική barra
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barre (fr) θηλυκό