barricade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
barricade | barricades |
barricade (fr) θηλυκό
- εμπόδιο, πρόχειρο φράγμα από ποικίλα αντικείμενα που τίθεται στη μέση ενός δρόμου για να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία κατά τη διάρκεια επεισοδίων, το οδόφραγμα