basically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | basically |
συγκριτικός | more basically |
υπερθετικός | most basically |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]basically (en)
- βασικά
- ↪ The energy crisis is basically due to the increase in the price of oil.
- H ενεργειακή κρίση οφείλεται βασικά στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fundamentally
- ↪ The energy crisis is basically due to the increase in the price of oil.
- σχεδόν
- ↪ We are basically finished.
- Σχεδόν τελειώσαμε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approximately
- ↪ We are basically finished.