Μετάβαση στο περιεχόμενο

basis

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
basis bases
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

basis (en)

  1. (μόνο ενικός) η βάση, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται ή κανονίζονται τα πράγματα· πόσο συχνά συμβαίνει κάτι
      All members of the committee work on a voluntary basis.
    Όλα τα μέλη της επιτροπής εργάζονται σε εθελοντική βάση.
      It happens on a daily basis.
    Γίνεται σε καθημερινή βάση.
      I pay on a monthly basis.
    Πληρώνω σε μηνιαία βάση.
      We are in contact on a regular basis.
    Είμαστε σε επαφή σε τακτική βάση.
      We are employed on a temporary/part-time basis.
    Εργαζόμαστε σε προσωρινή/μερική βάση.
      Applications will be considered on a case-by-case basis.
    Οι αιτήσεις θα εξετάζονται κατά περίπτωση.
  2. (μόνο ενικός) η βάση, η δικαιολογία, ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι κάνουν μια συγκεκριμένη ενέργεια
      We will be making changes on the basis of last year’s results.
    Θα κάνουμε αλλαγές με βάση τα αποτελέσματα του περασμένου χρόνου.
      The selection was made on the basis of the ability of the candidates.
    Η επιλογή έγινε με βάση την ικανότητα των υποψηφίων.
      The lawsuit has no legal basis.
    Η αγωγή δεν έχει νόμιμη βάση.
      What is the basis of your opinion?
    Ποια είναι η βάση της γνώμης σου;
      On what basis will this decision be made?
    Με ποια βάση θα ληφθεί αυτή η απόφαση;
      Some movies have been banned on the basis that they are too violent.
    Κάποιες ταινίες έχουν απαγορευτεί με τη βάση/δικαιολογία ότι είναι υπερβολικά βίαιες.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η βάση, το θεμέλιο, το υπόβαθρο, τα σημαντικά γεγονότα ή ιδέες που υποστηρίζουν κάτι και από τα οποία μπορεί να αναπτυχθεί
      Aristotle laid the basis for the sciences.
    Ο Αριστοτέλης έβαλε τις βάσεις των επιστημών.
      The initial talks were intended to provide a basis for negotiations.
    Οι αρχικές συνομιλίες είχαν σκοπό να παρέχουν μια βάση για διαπραγματεύσεις.
      This article will form the basis for our discussion.
    Αυτό το άρθρο θα αποτελέσει τη βάση για τη συζήτησή μας.
      The theory seems to have no basis in fact.
    Η θεωρία φαίνεται να μην έχει καμία βάση στην πραγματικότητα.
      That was the basis of his career.
    Ήταν τα θεμέλια της καριέρας του.
      The basis of a religion is faith.
    Το υπόβαθρο μιας θρησκείας είναι η πίστη.
     συνώνυμα: foundation