basis
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
basis | bases |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]basis (en)
- (μόνο ενικός) η βάση, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται ή κανονίζονται τα πράγματα· πόσο συχνά συμβαίνει κάτι
- ⮡ All members of the committee work on a voluntary basis.
- Όλα τα μέλη της επιτροπής εργάζονται σε εθελοντική βάση.
- ⮡ It happens on a daily basis.
- Γίνεται σε καθημερινή βάση.
- ⮡ I pay on a monthly basis.
- Πληρώνω σε μηνιαία βάση.
- ⮡ We are in contact on a regular basis.
- Είμαστε σε επαφή σε τακτική βάση.
- ⮡ We are employed on a temporary/part-time basis.
- Εργαζόμαστε σε προσωρινή/μερική βάση.
- ⮡ Applications will be considered on a case-by-case basis.
- Οι αιτήσεις θα εξετάζονται κατά περίπτωση.
- ⮡ All members of the committee work on a voluntary basis.
- (μόνο ενικός) η βάση, η δικαιολογία, ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι κάνουν μια συγκεκριμένη ενέργεια
- ⮡ We will be making changes on the basis of last year’s results.
- Θα κάνουμε αλλαγές με βάση τα αποτελέσματα του περασμένου χρόνου.
- ⮡ The selection was made on the basis of the ability of the candidates.
- Η επιλογή έγινε με βάση την ικανότητα των υποψηφίων.
- ⮡ The lawsuit has no legal basis.
- Η αγωγή δεν έχει νόμιμη βάση.
- ⮡ What is the basis of your opinion?
- Ποια είναι η βάση της γνώμης σου;
- ⮡ On what basis will this decision be made?
- Με ποια βάση θα ληφθεί αυτή η απόφαση;
- ⮡ Some movies have been banned on the basis that they are too violent.
- Κάποιες ταινίες έχουν απαγορευτεί με τη βάση/δικαιολογία ότι είναι υπερβολικά βίαιες.
- ⮡ We will be making changes on the basis of last year’s results.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η βάση, το θεμέλιο, το υπόβαθρο, τα σημαντικά γεγονότα ή ιδέες που υποστηρίζουν κάτι και από τα οποία μπορεί να αναπτυχθεί
- ⮡ Aristotle laid the basis for the sciences.
- Ο Αριστοτέλης έβαλε τις βάσεις των επιστημών.
- ⮡ The initial talks were intended to provide a basis for negotiations.
- Οι αρχικές συνομιλίες είχαν σκοπό να παρέχουν μια βάση για διαπραγματεύσεις.
- ⮡ This article will form the basis for our discussion.
- Αυτό το άρθρο θα αποτελέσει τη βάση για τη συζήτησή μας.
- ⮡ The theory seems to have no basis in fact.
- Η θεωρία φαίνεται να μην έχει καμία βάση στην πραγματικότητα.
- ⮡ That was the basis of his career.
- Ήταν τα θεμέλια της καριέρας του.
- ⮡ The basis of a religion is faith.
- Το υπόβαθρο μιας θρησκείας είναι η πίστη.
- ≈ συνώνυμα: foundation
- ⮡ Aristotle laid the basis for the sciences.