bask
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bask (en)
- λιάζομαι, την αράζω στον ήλιο
Έκφραση[επεξεργασία]
- bask in something: απολαμβάνω/φχαριστιέμαι στο χαλαρό κάτι