bassesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bassesse | bassesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bassesse (fr) θηλυκό
- η ποταπότητα, η προστυχιά, η ευτέλεια, η μικροπρέπεια, η χαμέρπεια