bassinet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bassinet | bassinets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bassinet (fr) αρσενικό
- κράνος του 14ου αιώνα
- κοινό όνομα της νεραγκούλας
- μικρός δίσκος όπου βάζουν λεφτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη bassin