bassinet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bassinet bassinets

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bassinet (fr) αρσενικό

  1. κράνος του 14ου αιώνα
  2. κοινό όνομα της νεραγκούλας
  3. μικρός δίσκος όπου βάζουν λεφτά

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη bassin