batave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Batave

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.tav/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
batave bataves

batave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιστορία) σχετικός με την περιοχή ή τον γερμανικό πληθυσμό της Batavie, περιοχή της κάτω Γερμανίας, που βρισκόταν στα βόρεια του Ρήνου κατά τη ρωμαϊκή εποχή
  2. (κατ’ επέκταση) σχετικός με τις Κάτω Χώρες και τους κατοίκους τους

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]