bath
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bath | baths |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bath < μέση αγγλική bath < αγγλοσαξονική bæþ < πρωτογερμανική *baþą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeh₁- (ζεσταίνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bath (en)
- η μπανιέρα
- το αποχωρητήριο, η τουαλέτα
- η διαδικασία του κάνω μπάνιο, το λούσιμο
- το λουτρό, το βαλανείο
- Public bath, Roman bath, etc
- δημόσιο λουτρό, ρωμαϊκό λουτρό, κτλ
- Public bath, Roman bath, etc
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Bath στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
Public Bath στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bath |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | baths |
αόριστος | bathed |
παθητική μετοχή | bathed |
ενεργητική μετοχή | bathing |
bath (en)
- κάνω κάποιον μπάνιο, λούζω
- I bath my daughter.
- πλένω τη κόρη μου.
- I bath my daughter.