batiskafo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | batiskafo | batiskafoj |
αιτιατική | batiskafon | batiskafojn |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
batiskafo (eo)
- το βαθυσκάφος
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
batiskafo (io)
- το βαθυσκάφος