bato
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bato | batoj |
αιτιατική | baton | batojn |
bato (eo)
- η μάχη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bato | batoj |
αιτιατική | baton | batojn |
bato (eo)