battage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
battage | battages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
battage (fr) αρσενικό
- χτύπημα
- αλώνισμα
- (μεταφορικά) υπερβολική διαφήμιση ενός προσώπου ή ενός πράγματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη battre