batte
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
batte | battes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]batte (fr) θηλυκό
- το χτυπητήρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη battre
ενικός | πληθυντικός |
batte | battes |
batte (fr) θηλυκό