battered
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]battered (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]battered (en)
- χτυπημένος άγρια, βαλλόμενος με ένταση
- (μαγειρική) επιβουτυρωμένο
battered (en)
battered (en)