battered
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
battered (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
battered (en)
- χτυπημένος άγρια, βαλλόμενος με ένταση
- (μαγειρική) επιβουτυρωμένο
battered (en)
battered (en)