batterie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
batterie | batteries |
batterie (fr) θηλυκό
- η μπαταρία (ενός αυτοκινήτου)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η μικρή ηλεκτρική μπαταρία λέγεται pile.