batteuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
batteuse < θηλυκό του batteur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
batteuse batteuses

batteuse (fr) θηλυκό

  1. η αλωνιστική μηχανή
  2. η ντράμερ