bawełna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

bawełna < τσεχική bawlna (με επίδραση της πολωνικής wełna) < γερμανική Baumwolle

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /baˈvɛwna/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bawełna (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]