Μετάβαση στο περιεχόμενο

bazaar

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bazaar bazaars

bazaar (en)

  • το παζάρι
      At the bazaar, you can find fresh vegetables and fruits at good prices.
    Στο παζάρι μπορείς να βρεις φρέσκα λαχανικά και φρούτα σε καλές τιμές.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • bazaar στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια