be given the boot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
be given the boot (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) άλλη μορφή του give someone the boot
- ↪ The ringleaders of the strike were given the boot.
- H εταιρεία απέλυσε τους πρωταίτιους της απεργίας.
- ↪ The ringleaders of the strike were given the boot.