be up to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας be up to
γ΄ ενικό ενεστώτα is up to
αόριστος was up to
παθητική μετοχή been up to
ενεργητική μετοχή being up to

Ετυμολογία [επεξεργασία]

be up to < → δείτε τις λέξεις be και up to

Προφορά[επεξεργασία]

 

Έκφραση[επεξεργασία]

be up to (en)

  1. εναπόκειται, απόκειται (σε, στον, κλπ.), είναι επιλογή τού, είναι απόφαση τού
    It is up to the developers to choose the tools and libraries they want to use.
    Εναπόκειται στους προγραμματιστές να επιλέξουν τα εργαλεία και τις βιβλιοθήκες που θέλουν να χρησιμοποιήσουν.
  2. επαρκώ, ικανός για, μπορείς να
    He is not up to the task entrusted to him.
    Δεν επαρκεί για τη δουλειά που του ανέθεσαν.

Πηγές[επεξεργασία]