Μετάβαση στο περιεχόμενο

bearer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bearer bearers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bearer (en)

  • ο φέρων, η φέρουσα, το φέρον
      Amount of 1000€ payable to the bearer of the present check.
    Ποσό 1000€ πληρωτέο στον φέροντα την παρούσα επιταγή.