beaten track

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

beaten track (en)

  1. πολυσύχναστος δρόμος ή περιοχή
    The isolated cottage was well off the beaten track.
  2. η πεπατημένη