Μετάβαση στο περιεχόμενο

beautification

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
beautification beautifications

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
beautification < beautify + -ication

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beautification (en)

  • ο καλλωπισμός
      beautification of the central square - καλλωπισμός της κεντρικής πλατείας