beczka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | beczka | beczki |
γενική | beczki | beczek |
δοτική | beczce | beczkom |
αιτιατική | beczkę | beczki |
οργανική | beczką | beczkami |
τοπική | beczce | beczkach |
κλητική | beczko | beczki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
beczka (pl) αρσενικό
- το βαρέλι