beg the question
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση του beg[επεξεργασία]
beg the question (en)
- (για βέβαιο δεδομένο ή δράση) εγείρω αυτονόητο ερώτημα λόγω οριακής κατάστασης
- εικάζω ανυποστήρικτα για την αλήθεια επιχειρήματος προς απόδειξη, χωρίς να το υπερασπίζομαι