beginner
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
beginner | beginners |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]beginner (en)
- αρχάριος, πρωτάρης, πρωτόπειρος
- ⮡ English departments for beginners and advanced students - τμήματα αγγλικών για αρχάριους και για προχωρημένους
- ⮡ I am a beginner and I have the cookbook open in front of me.
- Είμαι αρχάρια και έχω τη μαγειρική ανοιχτή μπροστά μου.
- ⮡ beginner’s luck - η τύχη του πρωτάρη