beguile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | beguile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | beguiles |
αόριστος | beguiled |
παθητική μετοχή | beguiled |
ενεργητική μετοχή | beguiling |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
beguile < (κληρονομημένο) μέση αγγλική begylen < be- + guile [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
beguile (en)