beguile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας beguile
γ΄ ενικό ενεστώτα beguiles
αόριστος beguiled
παθητική μετοχή beguiled
ενεργητική μετοχή beguiling

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

beguile < (κληρονομημένο) μέση αγγλική begylen < be- + guile [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɪˈɡaɪl/

beguile (en)

  1. ξεγελώ/παρασύρω κάποιον ωστέ να κάνει κάτι
    ⮡  the godess Hera beguiled Heracles into killing his family
    η θεά Ήρα ξεγέλασε τον Ηρακλή ώστε να σκοτώσει την οικογένειά του
     συνώνυμα: deceive, delude
  2. σαγηνεύω κάποιον
    ⮡  the killer's good looks beguiled the victims who would follow him into a dark alley
    η ομορφιά του δολοφόνου σαγήνευε τα θύματα που θα τον ακολουθούσαν σε ένα σκοτεινό σοκάκι
     συνώνυμα: charm, delight, captivate

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. beguile - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)